- αλδαίνω
- ἀλδαίνω (Α)1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω2. αυξάνομαι, πληθαίνω3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν-αλ-τος* επαυξημένη με -δ-. Από την ίδια ρίζα προέρχονται επίσης και οι σημασιολογικά συγγενείς ρηματικοί τ. ἤλδανε (τ. παρατατ. που απαντά στον Όμηρο) και ἀλδήσκω* (επαυξημένος τ. που απαντά στην Ιλιάδα).ΠΑΡ. αρχ. ἄλδη.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀναλδής, εὐαλδής, νεαλδής, πολυαλδής. συναλδής].
Dictionary of Greek. 2013.